Στις 10 Νοεμβρίου 1989 έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου.
Τότε, παράλληλα έκλεισε και ένας πολύ μεγάλος κύκλος στον χώρο του αθλητισμού.
Από εκείνη την ημέρα, μόνο μία αθλήτρια από τις αποκαλούμενες «πρώην χώρες του ανατολικού μπλοκ» κατάφερε να καταρρίψει ξανά παγκόσμιο ρεκόρ στους δρόμους ταχύτητας ή αντοχής του στίβου.
Πρόκειται για τη Ρωσίδα Γιούλια Πετσόνκινα, που το 2003 σημείωσε 52.34 στα 400 μ. με εμπόδια, επίδοση που κρατάει έως σήμερα.
Το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε στη δεκαετία του ’80.
Απίστευτα ρεκόρ σημειώνονταν κυρίως από τις γυναίκες της Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Γερμανίας –τα περισσότερα ισχύουν μέχρι και σήμερα, σχεδόν 30 χρόνια από την επίτευξή τους.
Και βέβαια φαίνεται απίστευτο να μην μπορούν να καταρριφθούν τόσο παλιές επιδόσεις, δεδομένης της προόδου έκτοτε σε θέματα αθλητικής προετοιμασίας, τεχνολογίας, ιατρικής και διατροφολογίας.
Όμως είναι γεγονός καταγεγραμμένο και αποδεδειγμένο η ύπαρξη συστηματικού και μαζικού ντόπινγκ στην πρώην Ανατολική Γερμανία με την αρωγή της μυστικής αστυνομίας Στάζι, ιδιαίτερα όσον αφορά τις αθλήτριες.
Μάλιστα, το σχετικό κυβερνητικό σχέδιο είχε και κωδική ονομασία: «14:25».
Τα φάρμακα που τους δίνονταν δεν ανιχνεύονταν τότε στα εργαστήρια αντιντόπινγκ.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως την πτώση του Τείχους, οι αθλήτριες και οι κολυμβήτριες από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας σημείωναν επιδόσεις που ακόμα προκαλούν δέος.
Και, ως συνέπεια, πολλές από αυτές ή τα παιδιά τους εμφάνισαν σοβαρότατα προβλήματα υγείας.
Αρκετά από τα τότε αστέρια του στίβου και της κολύμβησης παραδέχθηκαν ότι αγωνίζονταν ντοπαρισμένες, όπως η κολυμβήτρια Πέτρα Σνάιντερ.
Άλλες όμως, όπως η Μαρίτα Κοχ ή η Μαρλίζ Γκερ, δήλωσαν άγνοια.
Δεν μπορεί κανείς βέβαια να αγνοήσει ότι το καθεστώς στην Ανατολική Γερμανία ήταν απολυταρχικό και ο αθλητισμός ήταν οργανωμένος όπως ο στρατός: έπαιρναν ό, τι τους έδιναν οι προπονητές τους, χωρίς αντιρρήσεις.
Για τον λόγο αυτό, η γερμανική κυβέρνηση έχει αναγνωρίσει περίπου 200 πρώην αθλητές ως θύματα του συστήματος και τους έχει αποζημιώσει.
Η Κοχ διατηρεί ακόμα το δεύτερο αρχαιότερο παγκόσμιο ρεκόρ του στίβου, το 47.60 στα 400 μ. από το 1985.
Αντί να πλησιάζουν την επίδοση αυτή, οι τωρινές αθλήτριες ολοένα και απομακρύνονται.
Για παράδειγμα, η Αμερικανίδα Αλισον Φίλιξ, η καλύτερη 400άρα των τελευταίων χρόνων, έχει προσωπικό ρεκόρ 49.26 (που είναι μόλις η 75η επίδοση όλων των εποχών στην απόσταση!).
Ήτοι, αν αγωνιζόταν στη δεκαετία του ’80, δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από κομπάρσα στις κούρσες που τώρα κερδίζει.
Η υπεροχή των Ανατολικοευρωπαίων αθλητριών δεν εντοπιζόταν όμως μόνο στις κούρσες ταχύτητας.
Διακρίνονταν επίσης στους δρόμους ημιαντοχής, αντοχής αλλά και στις ρίψεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 75 καλύτερες βολές στην παγκόσμια δισκοβολία σημειώθηκαν στη δεκαετία του ’80.
Αλλά και οι 65 καλύτερες επιδόσεις στη σφαιροβολία έγιναν πριν από το 1990!
Το αρχαιότερο ρεκόρ στον στίβο ανήκει στην Τσεχοσλοβάκα Γιαρμίλα Κρατοχβίλοβα, που το 1983 έτρεξε τα 800 μέτρα σε 1.53.28.
Η περίπτωσή της είναι όπως όλες οι προαναφερθείσες: δεν υπάρχουν αποδείξεις ικανές ώστε να σβηστεί το όνομά της από τα βιβλία των ρεκόρ, όμως υπάρχουν ισχυρότατες ενδείξεις ότι έκανε συστηματική χρήση στεροειδών.
Πριν από το 1982, ήταν μια κοκαλιάρα δρομέας με συχνούς τραυματισμούς.
Μεταξύ 1982 και 1983 η εμφάνισή της άλλαξε, απέκτησε μυς, τετράγωνους ώμους, γωνίες στο πρόσωπο και δύσκολα την ξεχώριζες από άνδρα.
Τότε ξεκίνησε και το αήττητο σερί της, με επιδόσεις που έσπαγαν χρονόμετρα.
Οι εξαιρέσεις στον κανόνα της ανατολικοευρωπαϊκής υπεροχής μέσα στη δεκαετία του ’80 ήταν δύο Αμερικανίδες: μία σπρίντερ και μία άλτρια, με κοινό παρονομαστή τον προπονητή Μπομπ Κέρσι και τον τριπλουνίστα Αλ Τζόινερ.
Η σύζυγος του Τζόινερ και αθλήτρια του Κέρσι, η Φλόρενς Γκρίφιθ-Τζόινερ, μέσα σε ένα καλοκαίρι, αυτό του 1988, από απλά καλή σπρίντερ έγινε εκπληκτική και σημείωσε δύο ασύλληπτα παγκόσμια ρεκόρ στα σπριντ των 100 μ. και 200 μ.
Κέρδισε τα αντίστοιχα χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ και κατόπιν, χωρίς εξηγήσεις, αποσύρθηκε στα 28 χρόνια της.
Ο ξαφνικός θάνατός της, δέκα χρόνια αργότερα, δεν αποδόθηκε σε αιτίες σχετικές με ντόπινγκ, αλλά σε επιληπτική κρίση.
Ομως η σκιά μένει, καθώς δεν έγινε ποτέ ιατροδικαστική εξέταση για απαγορευμένες ουσίες στη σορό της.
Η έτερη εξαίρεση είναι η Τζάκι Τζόινερ-Κέρσι, αδελφή του Αλ Τζόινερ και σύζυγος του Μπομπ Κέρσι.
Σε αντίθεση με τον «μετεωρίτη» Φλόρενς, η Τζάκι νικούσε συστηματικά τις Ανατολικογερμανίδες και τις Σοβιετικές στα αγωνίσματα του μήκους και του επτάθλου.
Διατηρεί το παγκόσμιο ρεκόρ στο έπταθλο από το 1988 και τις έξι καλύτερες επιδόσεις που έχουν σημειωθεί ποτέ.
Το ρεκόρ του μήκους όμως παραμένει «ιδιοκτησία» της Σοβιετικής Γκαλίνα Τσιστιάκοβα από το 1988, με 7, 54 μ.
Συζητώντας βέβαια για το ντόπινγκ, είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι «κακοί» ήταν μόνο οι Ανατολικοευρωπαίοι ή τώρα οι Ρώσοι.
Τη μάστιγα τη ζήσαμε και εμείς οι Έλληνες με ολυμπιονίκες να πιάνονται θετικοί, υπάρχει ο «πολύς» Μπεν Τζόνσον στον Καναδά ή η Μάριον Τζόουνς στις ΗΠΑ (για να αναφέρουμε τις πιο «κραχτές» περιπτώσεις).
Πλέον είναι τόσο πολλά τα κρούσματα, σχεδόν σε κάθε ήπειρο, που κάθε εντυπωσιακή επίδοση στον στίβο συνοδεύεται από σκεπτικισμό.
Και όσο σωστή ήταν η απόφαση να μη μετάσχουν οι Ρώσοι αθλητές του στίβου το 2016 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο, επειδή είχαν πιαστεί ντοπέ στο παρελθόν, άλλο τόσο άδικη είναι η παράλειψη να περιλάβει η απόφαση της ΔΟΕ και τους αθλητές των υπόλοιπων χωρών που είχαν υποπέσει ακριβώς στο ίδιο παράπτωμα…
Περισσότερα: