Του Αλεσσάντρο Μερκιόρι
Κάποιες φορές, ως παγκόσμια γλώσσα της ανθρωπότητας, καταλύει τους φυσικούς νόμους έλκοντας τα… ετερώνυμα. Κάποιες άλλες, ως Πύργος της Βαβέλ, προκαλεί διχασμό, βία και εμφύλιες συρράξεις. Από απλό άθλημα μετατράπηκε σε …ακαταμάχητο «ναρκωτικό», σε ισχυρό όπλο, σε κοινωνικό φαινόμενο. Κι όπως κάθε τέτοιο αναζητεί στους αιώνες την αφετηρία και τους δημιουργούς του. Όμως…
Το ποδόσφαιρο δεν το εφηύρε κανείς. Ούτε οι Κινέζοι ούτε οι Αρχαίοι ούτε και οι Ρωμαίοι. Ούτε βέβαια οι Βρετανοί, όσο πεισματικά κι αν προσπάθησαν να διεκδικήσουν την «πατρότητα» του λαοφιλέστερου αθλήματος στον πλανήτη.
O μυστηριώδης κόσμος της «Στρογγυλής θεάς» ζούσε, ζει και θα ζει στα ανθρώπινα γονίδια. Το σφαιρικό αντικείμενο, τότε με ασκούς και μαλλιά, σήμερα με δέρμα, αέρα και πεντάγωνα, κατάφερε να επιβιώσει επί τρεις χιλιάδες χρόνια «μεταναστεύοντας» συχνά και συναντώντας, ακόμη πιο συχνά διαφορετικά… χέρια, πόδια και τρόπους ζωής.
Αγνοώντας γλώσσες, ράτσες, τάξεις, προκαλώντας απερίγραπτες συγκινήσεις, εναλλαγές συναισθημάτων, μεγάλες χαρές, μεγάλες λύπες, σφοδρά πάθη και μίση, το ποδόσφαιρο δεν ακολούθησε τη μοίρα των υπόλοιπων αθλημάτων.
Προϊόν μιας κρυστάλλινης μείξης Ιστορίας, πολιτισμών, αναγκών και προδιαθέσεων, η πιο όμορφη σφαίρα του κόσμου αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους και πολλές αντιξοότητες, πριν τελικά «υποχρεώσει» τις πέντε Ηπείρους να μιλήσουν την ίδια γλώσσα.
Έχοντας γνωρίσει πρώτα την Ιαπωνία και την Κίνα, ύστερα την Αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, η ξέφρενη πορεία του συναρπαστικότερου παιχνιδιού της εποχής μας είχε διακοπεί απότομα στην κεντρική πλατεία της μεσαιωνικής Φλωρεντίας. Η περίφημη «Santa Croce», από σκηνικό δεκάδων… ντέρμπι μεταξύ των Λευκών και των Πράσινων της αντίπαλης όχθης του Άρνου, γινόταν ξαφνικά αυτόπτης μάρτυρας του παρ’ ολίγον αφανισμού του ποδοσφαίρου. «Όμηρος» των πιο μαύρων χρόνων της ιστορίας μας, ο «πρόγονος» του σημερινού football, από υποχρεωτική αλλά απολαυστική διασκέδαση των Μεδίκων, θα σώπαινε ξανά για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια.
Η επιστροφή του όμως, ήταν στον αέρα. Ωθούμενη ίσως και από την εσωτερική και υποσυνείδητη ανάγκη του καθενός από εμάς να κλοτσά αφηρημένα οτιδήποτε βρεθεί στο δρόμο του, η «ιερή» αποστολή της μπάλας, όχι μόνο θα έβρισκε τη δύναμη να συνεχίσει, αλλά και θα καθιερωνόταν ως τρόπος ζωής για δεκάδες εκατομμύρια συνανθρώπους μας. Και αφήνοντας πίσω της το κινέζικο «Tsϋ-Κϋ», τον ελληνικό «Επίσκυρο» και το λατινικό «Harpastum», θα προσγειωνόταν στη Μεγάλη Βρετανία. Θα προσγειωνόταν σε μια κοινωνία αρχικά διχασμένη -αυτή της Αγγλίας του 1800- σε μια κοινωνία που μπορεί να έπαιξε ακόμη και «κορόνα-γράμματα» το ράγκμπι με το ποδόσφαιρο, σε μια κοινωνία όμως όπου, αργά ή γρήγορα, το ένστικτο θα επισκίαζε τον… συντηρητισμό.
Το «Tsϋ-Κϋ» της Κίνας
Αν όμως οι Βρετανοί και σήμερα ακόμη αλληλοσυγχαίρονται για την «ευρηματικότητά» τους, οι Κινέζοι, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, «προτιμούν, να παίζουν μπάλα!
Επί λέξει «δερμάτινη μπάλα που σπρώχνεται με το πόδι», το περίφημο «Tsϋ-Κϋ», ήδη από τον 11ο αιώνα π.Χ. αποτελούσε βασικό μέρος της στρατιωτικής εκγύμνασης. Κληρονομώντας το από τους Ιάπωνες λίγα χρόνια νωρίτερα, η δυναστεία των Τσόου θέλησε τόσο πολύ να διαδώσει το παιχνίδι σε ολόκληρη την Κίνα, που το «Tsϋ-Κϋ» γινόταν σύντομα το «εθνικό σπορ» της χώρας των Μανδαρίνων. Φορώντας βαριά, μακριά και άβολα ρούχα οι Κινέζοι στρατιώτες, στις τοιχογραφίες της εποχής, απεικονίζονται να κλωτσούν ένα δερμάτινο ασκό προς ένα ιδιόμορφο τέρμα από μπαμπού. Ιστορικοί ερευνητές βεβαιώνουν ότι ο ασκός αυτός ήταν γεμισμένος με γυναικεία μαλλιά και ότι στο πίσω μέρος του τέρματος, ύψους τριών ή τεσσάρων μέτρων, ήταν στερεωμένο ένα δίχτυ από μετάξι.
Το «Επίσκυρου» της αρχαίας Ελλάδας
Από την Άπω Ανατολή και το «Tsϋ-Κϋ», το πρωτόγονο είδος ποδοσφαίρου… μετακόμιζε στην Αρχαία Ελλάδα, επισκεπτόταν τον Όμηρο και κατέληγε στα γήπεδα του «Επίσκυρου». Στους δαιδάλους της φαντασίας του μεγάλου ραψωδού, η Ναυσικά και οι φίλες της και λίγο αργότερα μια χαρούμενη συντροφιά νεαρών Φαιάκων, ψυχαγωγούνται παίζοντας …«τόπι».
Στους στίχους 100 της ραψωδίας Ζ και 372 της ραψωδίας Θ, ο Όμηρος περιγράφει γλαφυρά το λύγισμα της μέσης και την απόκρουση της μπάλας πριν αυτή πέσει στο έδαφος, αφηγούμενος ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό, το πρώτο… «μπλονζόν» στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Από το νησί των Φαιάκων «…η κόκκινη σφαίρα που ‘χε φκιασμένη ο Πόλυβος» ταξιδεύει μέχρι την Αρχαία Αθήνα και τα… πόδια των παικτών «Επίσκυρου». Κάτι μεταξύ σύγχρονου ποδοσφαίρου και ράγκμπι ο Επίσκυρος, που παιζόταν σε γήπεδο χωρισμένο με σκύρα (χαλίκια), είχε γίνει ένα από τα πιο αγαπημένα αθλήματα όλων εκείνων που πρώτοι είχαν μιλήσει για τις αρετές όχι μόνο ενός καλοακονισμένου πνεύματος, αλλά και ενός καλογυμνασμένου σώματος.
Μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα και λίγους αιώνες πιο μακριά, ο Επίσκυρος θα ζούσε ξανά, αλλά με άλλο όνομα, σε άλλα πόδια και με άλλο σκοπό. Εκεί, στην Αρχαία Ρώμη, το παιχνίδι με την μπάλα θα ονομαζόταν «Harpastum» και θα απευθυνόταν αποκλειστικά στους πατρικίους που… ανιούσαν. Σύμμαχος τους στην επινόηση για την καταπολέμηση της πλήξης, η pila paganica και η follis.
Η πρώτη, μπάλα φτιαγμένη από δέρμα και γεμισμένη με πούπουλα. Η δεύτερη, πιο «εξελιγμένη», επίσης από δέρμα, αλλά φουσκωμένη με αέρα, ήταν αυτή που θα άρεσε ακόμη και αρκετούς αιώνες μετά στη Φλωρεντία του Δάντη και αργότερα των Μεδίκων.
Πίσω στη Φλωρεντία του Μεσαίωνα
Το σκοτεινό και βαρύ «πέπλο» του Μεσαίωνα δεν εμπόδιζε τους Fiorentini να διοργανώνουν αγώνες στις πλατείες της πόλης κατά τις ημέρες των μεγάλων εορτών. Πράσινοι και Λευκοί παρατάσσονταν σε θέση μάχης, διεκδικώντας τη δερμάτινη σφαίρα, τη νίκη, αλλά και το λάβαρο της αντίπαλης ομάδας. «Λάφυρο» το τελευταίο, το οποίο ο αρχηγός των θριαμβευτών απέθετε στα πόδια της αγαπημένης του. Αν και «σκηνοθετημένο» από ευγενείς, ακόμα και εκείνο το είδος ποδοσφαίρου, δεν συνοδευόταν πάντοτε από… ιπποτικά αισθήματα αβροφροσύνης. Ήδη, πολύ πριν από την εποχή των Μεδίκων, το άθλημα είχε εξοργίσει τους άρχοντες της Πίζα που είχαν κουραστεί να βλέπουν εξαγριωμένους «οπαδούς» και παίκτες να κυνηγούν την μπάλα και στη συνέχεια ο ένας τον άλλον μέχρι και στα νεκροταφεία της πόλης…
To «αληθινό» ποδόσφαιρο
Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν ήταν ακόμη «ποδόσφαιρο» αυτό το είδος διασκέδασης. Αν και πρωτότυπο για την εποχή του, χαρακτηριζόταν μάλλον από την έντονη, συχνά και εύλογη ανάγκη του λαού να ξεσπά την οργή του στο δερμάτινο είδωλο…
Για «αληθινό ποδόσφαιρο» η Γη άρχισε να μιλάει μόνο αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν με τη γέννηση των πρώτων κολεγίων οι νέοι της αστικής τάξης, κουρασμένοι ίσως από τις λογοτεχνικές βραδιές και τις φιλοσοφικές αναλύσεις, αποφάσιζαν επιτέλους να στρέψουν το βλέμμα τους από τις βιβλιοθήκες στους καταπράσινους χλοοτάπητες.
Νεολογισμός του «playing with the ball», αλλά με τα πόδια, το «football» θα αποτελούσε τον καινούργιο όρο των λεξικών του Κέμπριτζ. Η αναγνώρισή του πάντως θα ερχόταν μόλις το 1848, γιατί κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 25 χρόνων ένα και μοναδικό ήταν το άθλημα που διασκέδαζε τους Βρετανούς του 19ου αιώνα. Γεννημένο σχεδόν κατά λάθος, το ράγκμπι κατακτούσε σύντομα παίκτες και φιλάθλους του Ηνωμένου Βασιλείου.
«Γιος» μιας «επανάστασης», το άθλημα με την οβάλ μπάλα ήρθε στη ζωή το 1823 εντελώς τυχαία, αντικαθιστώντας τα μέχρι τότε πρόχειρα «ποδοσφαιρικά» παιχνίδια. Σκηνικό-σταθμός, το περιστατικό του κολεγίου του Rugby, του μικρού χωριού της Κομητείας του Γουόργουϊκ, απ’ όπου θα έπαιρνε το όνομά του και το ομώνυμο άθλημα. Αφορμή, ο καθιερωμένος αγώνας μεταξύ των φοιτητών του κολεγίου, «δράστης», κάποιος ποδοσφαιριστής -τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη στιγμή- ο περίφημος Γουίλιαμ Γούεμπ Έλις. Έχοντας κουραστεί και βαρεθεί από το ανιαρό θέαμα που πρόσφεραν οι δύο ομάδες, αλλά και από τα λιγoστά γκολ του αγώνα, ο Έλις αποφάσισε ξαφνικά να τα απλοποιήσει όλα, αρπάζοντας την μπάλα με τα χέρια, τρέχοντας προς το αντίπαλο τέρμα, σημειώνοντας το «χρυσό» γκολ και χαρίζοντας στην ομάδα του μια πολύ μεγάλη νίκη. Και όλα αυτά βέβαια τα είχε πετύχει με την άνεσή του και… ανενόχλητος, αφού πρώτα είχε καταφέρει να αφήσει «στήλη άλατος» συμπαίκτες και αντιπάλους.
Το ράγκμπι μπορεί να είχε γεννηθεί, αυτό δεν σήμαινε όμως ότι το ποδόσφαιρο είχε πεθάνει. Και η τρανή απόδειξη ερχόταν την άνοιξη του 1848. Όταν δεκαπέντε εκπρόσωποι από τα Πανεπιστήμια του ‘Ιτov, του Χάροου, του Γουϊντσέστερ και του Ράγκμπι έδιναν ραντεβού στην καταπράσινη αυλή του κολεγίου του Κέμπριτζ.
Ο λόγος, ένας και μοναδικός: Η ανάγκη να τερματιστεί η διαμάχη 25 χρόνων «ράγκμπι ή ποδόσφαιρο» μια για πάντα. Ύστερα από επτά ώρες σκληρών διαπραγματεύσεων, όλοι ήταν ευχαριστημένοι… Η πλειοψηφία είχε παραμείνει πιστή στην οβάλ μπάλα, η μειοψηφία όμως θα παντρευόταν οριστικά τα πιστεύω του football.
To «Cambridge Rules», το πρώτο έγγραφο κανονισμών του ποδοσφαίρου, γινόταν πραγματικότητα. Έστω και με ατελείς κανονισμούς, όπως τις διαστάσεις του αγωνιστικού χώρου και των τερμάτων ή τους κανόνες τιμιότητας στο μαρκάρισμα ενός αντιπάλου. Το ποδοσφαιρικό «δίκαιο» των Άγγλων φοιτητών ήταν αναμφισβήτητα η πρώτη αξιόλογη απόπειρα καταγραφής των «άγραφων» έως τότε νόμων του αθλήματος. Με γνώμονα την κοινή λογική, οι νεαροί είχαν αποφασίσει επίσης πως ο ιδανικός αριθμός των παικτών κάθε ομάδας έπρεπε να είναι 11. Έντεκα, όσοι δηλαδή ήταν και οι άνθρωποι που μπορούσε να φιλοξενήσει ο κάθε ξενώνας κολεγίου!
Από εκείνη την ιστορική άνοιξη χρειάστηκε ωστόσο πολύς χρόνος μέχρι οι παίκτες να σεβαστούν τους νέους κανονισμούς. Κι αυτό γιατί συνήθως το χάος ήταν μάλλον αναπόφευκτο όταν δύο κολέγια συναντιόντουσαν μεταξύ τους κανονίζοντας τη διενέργεια ενός φιλικού αγώνα: Μερικοί απαιτούσαν να παίξουν με 15 ποδοσφαιριστές, άλλοι ήθελαν τα τέρματα να είναι πιο στενά ή πιο φαρδιά, άλλοι έπεφταν πάνω στον αντίπαλο παίκτη όπως δεν θα το είχαν κάνει ούτε σε περίπτωση πολέμου, άλλοι επίσης προτιμούσαν οι μπάλες να είναι πιο μικρές και ελαφριές ή πιο μεγάλες και βαριές!
Παρ’ όλα τα μικροεπεισόδια, όμως, ήδη από το 1855 διοργανώνονταν κανονικά ποδοσφαιρικά παιχνίδια μεταξύ των διαφόρων σχολείων, κυρίως όμως μεταξύ των πανεπιστημίων, όπου η προσεύλεση των φιλάθλων ήταν και η μεγαλύτερη.
Το 1857, αμέσως μετά τα εγκαίνια του νέου γηπέδου κρίκετ του Μπράμολ Λέιν, ο Γουίλιαμ Πρεστ, ένας από τους δύο συνεταίρους του Σέφιλντ Κρίκετ Κλαμπ, μαζί με μερικούς συμφοιτητές του ανακοίνωνε την επίσημη ίδρυση τού «Σέφιλντ Φούτμπολ Κλαμπ». Της πρώτης αυθεντικής ποδοσφαιρικής ομάδας στον κόσμο. Το παράδειγμά του θα ακολουθούσαν πολλοί άλλοι: Μέσα σε πέντε μόλις χρόνια οι ομάδες που υπήρχαν στην πόλη, αλλά και γύρω απ’ αυτήν, ήταν ήδη 15, ενώ το 1861 οι φίλαθλοι που παρακολούθησαν το πρώτο «ντέρμπι», Σέφιλντ-Χάλαμ ξεπερνούσαν τους 600.
Όσον αφορά την τήρηση των σωστών κανονισμών ένα σημαντικό βήμα θα γινόταν τον Νοέμβριο της επόμενης χρονιάς. Πριν από τον αγώνα Old Etonians-Old Harrovians (ομάδες που αποτελούνταν από απόφοιτους των κολεγίων του Eton και του Harrow), οι δύο αρχηγοί αποφάσιζαν να υιοθετήσουν τους επίσημους κανονισμούς: 11 παίκτες από κάθε πλευρά, ένας ουδέτερος διαιτητής, δύο κριτές, 12 επί 20 πόδια οι διαστάσεις των τερμάτων, 75 λεπτά η διάρκεια του αγώνα και οφσάιντ με τρεις παίκτες.
Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου του 1863, σε μία αίθουσα της «Freemasons’ Tavern», στην Γκρέιτ Κουίνς Στριτ -στη συνοικία Χόλμπορν του Λονδίνου- δεκατρείς εκπρόσωποι κολεγίων και πανεπιστημίων συναντιόντουσαν με αποκλειστικό σκοπό τη δημιουργία ενός οργανισμού. Το πρώτο στην ιστορία, εμπεριστατωμένο και επίσημο αυτή τη φορά, καταστατικό των «Κανονισμών του Ποδοσφαίρου», το περίφημο «Football Association» (F.A.), γεννιόταν. Και μαζί του και ο όρος «soccer». Με τον τρόπο αυτό, εκτός από τον όρο football που είχε καθιερωθεί στις αρχές του 19ου αιώνα, το ποδόσφαιρο αποκτούσε και μια δεύτερη ονομασία, προϊόν εκείνης της «Κοινωνικού Χαρακτήρα» τελετής (SOCial CERemony)! Ο όρος soccer, γοητεύοντας ολόκληρη τη Βρετανία, θα καθιερωνόταν: Όχι όμως για πολύ, αφού η λέξη θα υιοθετούνταν αργότερα, αποκλειστικά και μόνον από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εκεί όπου χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα.
Στα πρώτα της βήματα η F.A. δεν είχε βέβαια συναντήσει την ανταπόκριση που θα ήθελε. Τουλάχιστον μέχρι το 1867, όταν ο Τοαρλς Γουίλιαμ Άλκοκ αναλάμβανε το τιμόνι της. Ο άνθρωπος από το Γιορκσάιρ, που είχε ερωτευτεί το ποδόσφαιρο κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων στο Χάροου (1855-1859), κατάφερε να δώσει ένα σημαντικό, αλλά και διαφορετικό πνεύμα στο ποδοσφαιρικό κίνημα του Ηνωμένου Βασιλείου, με αποτέλεσμα το football να γίνει σχεδόν αμέσως το εθνικό άθλημα των Βρετανών.
Με δική του πρωτοβουλία διοργανώθηκαν και τα πρώτα διεθνή παιχνίδια, ανεπίσημα ωστόσο, ανάμεσα σε Άγγλους και Σκωτσέζους (ή καλύτερα, με αντίπαλη των Άγγλων μια επίλεκτη ομάδα αποτελούμενη από «Scotsmen» που ζούσαν στο Λονδίνο). Με δική του πρωτοβουλία άλλωστε έγιναν και τα πρώτα παιχνίδια ανάμεσα στους επίλεκτους της London και της Sheffield. Τα υπόλοιπα ήρθαν από μόνα τους: Ύστερα από την πολύ μεγάλη ζήτηση, το 1872 ο Άλκοκ αναγκάστηκε να εφεύρει το «Challenge Cup», μια διοργάνωση όπου θα λάμβαναν μέρος όλοι οι σύλλογοι-μέλη της Αγγλικής Ομοσπονδίας. Θέλοντας ή μη, κατά λάθος ή όχι, το περίφημο Κύπελλο Αγγλίας είχε επιτέλους γεννηθεί.
Οι ομάδες που δήλωσαν αμέσως συμμετοχή στον νέο θεσμό ήταν αρχικά 15, τρεις αποσύρθηκαν πριν από την έναρξή του, ενώ νικήτρια αναδείχθηκε η «The Wanderers» (η πρώην Forest School) με αρχηγό τον ίδιο τον Άλκοκ. Η εξαιρετική ομάδα με γκολ του Μπετς, ενώπιον 2.000 θεατών, νικούσε 1-0 τους «Royal Engineers».
Λίγους μήνες αργότερα, πάντα χάρη στον Άλκοκ, Σκωτία και Αγγλία θα έπαιζαν στο πρώτο παιχνίδι της πλούσιας και μακρόχρονης ιστορίας τους. Η ημερομηνία-σταθμός ήταν η 30ή Νοεμβρίου, ο τόπος συνάντησης τους η Γλασκώβη και το αποτέλεσμα 0-0. Το γκολ μπορεί να έλειψε και από τις δύο ομάδες, όμως η Σκωτία κατάφερε να πετύχει ένα πολύ σημαντικό ρεκόρ, αφού και οι 11 διεθνείς της αποτελούσαν εξ ολοκλήρου τον κορμό της Queen’s Park της Γλασκώβης. Εκείνης της θρυλικής ομάδας που κατάφερε να μείνει αήττητη από την ημέρα της ίδρυσής της (9 Ιουλίου του 1867) έως τον Φεβρουάριο του 1876. Μιας ομάδας που είχε δεχτεί το πρώτο της γκολ μόλις το 1872…
Το ποδόσφαιρο από περιθωριακό άθλημα είχε μετατραπεί σε κοινωνικό φαινόμενο και από απλή διασκέδαση σε «νότα ζωής» για πρωταγωνιστές και θεατές. Το 1885 η Αγγλία ήταν ήδη ώριμη να αφομοιώσει την ιδέα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, αν και στην αρχή όλα θα γίνονταν υπό τη στενή εποπτεία της Αγγλικής Ομοσπονδίας. Παρόμοιο βήμα θα επιχειρούσαν και οι Σκωτσέζοι, αλλά μόνον οκτώ χρόνια αργότερα. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1892, τα παραδοσιακά «ντέρμπι» μεταξύ των τεσσάρων ομοσπονδιών τού «United Kingdom» θα οδηγούσαν στη διοργάνωση ενός τουρνουά, του «Home Championship».
Ποδοσφαιρικά, για πολλές δεκαετίες, η Ευρώπη δεν θα ήταν τίποτε άλλο από «μία Ήπειρος που βρισκόταν στην άλλη πλευρά της Μάγχης...». «Παιδί» της βιομηχανικής ανάπτυξης στη Βρετανική Αυτοκρατορία και χάρη κυρίως στην επεκτατική πολιτική των Αγγέλων, το football απλώθηκε στον υπόλοιπο κόσμο, στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά και στις απέναντι όχθες του Ατλαντικού, με μεγάλη ταχύτητα και ορμή
Σχεδόν όλοι οι «φορείς του ποδοσφαιρικού ιού» ήταν ναυτικοί της Αυτού Μεγαλειότητας της Βασίλισσας ή εκπρόσωποι αγγλικών βιομηχανιών με έδρα σε διάφορα σημεία του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης και της Λατινικής Αμερικής. Αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή των βασιλικών πλοίων στην «Κόκκινη Ήπειρο» ήταν η εξαιρετική ποιότητα του …βοδινού κρέατος. Χωρίς αυτό κανείς δεν γνωρίζει αν και πότε θα κατάφερνε το ποδόσφαιρο να φτάσει στο Ρίο ντε Λα Πλάτα, στο Μπουένος Άιρες και στο Μοντεβιδέο. Αλλά και στη χώρα του καφέ, στην περίφημη Βραζιλία, η οποία πάντως δεν εκτίμησε.. .αμέσως το «δώρο» των Βορειοευρωπαίων, αφού η σκληρή δουλειά δεν άφηνε περιθώριο ελεύθερου χρόνου στους ιθαγενείς.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη αντίθετα, το ποδόσφαιρο κατέκτησε σχετικά γρήγορα τις καρδιές των περισσοτέρων, χάρη πάντα στην παρουσία του αγγλικού επιχειρηματικού στοιχείου. Η Γένοβα, λόγω του λιμανιού της, ήταν μία από τις πρώτες πολικές πόλεις που γνώρισαν και λάτρεψαν το ποδόσφαιρο, ενώ λίγο αργότερα ένα άλλο λιμάνι, αυτό της Νάπολι, «κατακτούνταν» από τον Σερ Τόμας Λίπτον.
Η αλλαγή του αιώνα
Η αλλαγή του αιώνα θα έβρισκε σχεδόν όλες τις χώρες να διαθέτουν μια δική τους ποδοσφαιρική ομοσπονδία: Από την Πορτογαλία στην Ισπανία και από τη Γαλλία στην Αυστρία το άθλημα είχε αγαπηθεί τόσο πολύ, που διοργανώνονταν ήδη και εθνικά πρωταθλήματα. Ακόμη και οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν ανοίξει τις πύλες τους στη «Στρογγυλή Θεά». Έστω και με τρεις μόνον ομάδες, η πρώτη επίσημη εμφάνισή της γινόταν στην Αθήνα το 1896.
Στο Παρίσι, στην πρώτη Ολυμπιάδα του αιώνα, ο ενθουσιασμός και η απήχηση του αθλήματος στα πλήθη ήταν τέτοια, ώστε ο Γάλλος δημοσιογράφος, Ρομπέρ Γκερέν, μέσω της στήλης του στην εφημερίδα «Ματάν», να εισαγάγει πρώτος απ’ όλους την ιδέα για τη δημιουργία ενός Παγκοσμίου Πρωταθλήματος ποδοσφαίρου σε συλλογικό επίπεδο.
Χωρίς βέβαια την υποστήριξη των παντοδύναμων τότε Άγγλων η ιδέα αυτή δεν συνάντησε την προσδοκώμενη επιτυχία. Ο Γκερέν όμως δεν τα παράτησε και αποφάσισε να προχωρήσει χωρίς τους Βρετανούς: Στις 21 Μαΐου του 1904, ο ίδιος συγκαλούσε στα γραφεία της Γαλλικής Ομοσπονδίας, στην οδό rue Saint-Honore 229, τους εκπροσώπους του Βελγίου, της Δανίας, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Σουηδίας, της Ελβετίας, της Ολλανδίας και φυσικά της Γαλλίας. Οι οκτώ χώρες θα ίδρυαν εκείνο το απόγευμα την περίφημη FIFA, το όργανο που έμελλε να γίνει και το ισχυρότερο σε ολόκληρο τον πλανήτη. Στην πρώτη επίσημη συνάντηση της FIFA οι παριστάμενοι συμφώνησαν να γίνει το πρώτο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου σε επίπεδο εθνικών ομάδων.
Όμως και στην περίπτωση αυτή όλα μετατέθηκαν για αρκετά χρόνια αργότερα. Ο κόσμος του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου θα αισθανόταν επιτέλους ενωμένος μόνο το 1924, όταν η ζήλεια θα τον ανάγκαζαν να συσπειρωθεί. Το εκπληκτικό ποδόσφαιρο που είχαν επιδείξει 22 διεθνείς Ουρουγουανοί σε όλες τις συναντήσεις του τότε ήδη υπάρχοντος θεσμού του Κόπα Αμέρικα έκανε πολλούς Ευρωπαίους να αναρωτιούνται για την ποιότητα, αλλά και την οργάνωση του δικού τους football. Οι Γάλλοι έσπευδαν, καλούσαν στο Παρίσι για «επίδειξη» τα 22 «μαύρα διαμάντια», παρατηρούσαν με περιέργεια τις τεχνικές και τις τακτικές των Νοτιοαμερικάνων κι αποφάσιζαν επιτέλους ότι η ιδέα της FIFA, έστω και με καθυστέρηση 20 χρόνων, έπρεπε να υλοποιηθεί. «…γιατί η Ευρώπη έπρεπε να αποκτήσει σύντομα μια δική της διοργάνωση σε εθνικό επίπεδο».
Ωστόσο, οι Βρετανοί αναμασούν τη γνωστή αρνητική τους θέση, η Ευρώπη εκνευρίζεται και ο Ζιλ Ριμέ αποφασίζει να τους αγνοήσει αρχίζοντας μια ποδοσφαιρική επανάσταση χωρίς εκείνους. Έξι χρόνια μετά το πρώτο Μουντιάλ της Ιστορίας θα άνοιγε τις πύλες του στην Ευρώπη, αλλά όχι στους Βρετανούς. Υπερόπτες οι «Δάσκαλοι», θα δήλωναν επιτέλους συμμετοχή στο Μουντιάλ του 1950, απ’ όπου όμως θα… αποκλείονταν από τους «ερασιτέχνες» Αμερικανούς…
Πηγή: sporthistory.gr (επιμέλεια του thematch.gr)
Περισσότερα: