Η Στρατιά που άνοιξε τον δρόμο για τα πογκρόμ της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή


Μεταμφιεσμένο με γαλανόλευκο μανδύα, ένα κομμάτι της Χρυσής Αυγής προσπάθησε να λειτουργήσει παρασιτικά στην Εθνική ομάδα, καταφέρνοντας να ρίξει στάχτη στα μάτια μιας μερίδας ΜΜΕ και -δυστυχώς- της κοινωνίας.

Στη λίστα της fare δεν χαιρετούν αρχαιοελληνικά

To δίκτυο fare ιδρύθηκε στην Αυστρία το 1999, με στόχο την καταπολέμηση του ρατσισμού και κάθε μορφή διάκρισης στο χώρο του ποδοσφαίρου. Αποτελεί επίσημο συνεργάτη της UEFA και πέραν των δράσεων ευαισθητοποίησης που διοργανώνει, δημιούργησε ένα δίκτυο εκπροσώπων, το ο οποίο εκπαίδευσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας να ξεχωρίζουν τα σύμβολα και τις συγκαλυμμένες ρατσιστικές εκφράσεις μέσα και τριγύρω από τα γήπεδα, με στόχο την πρόληψη και το ξερίζωμα των φαινομένων. Αρκετές ομάδες τιμωρήθηκαν μετά από σχετικά στοιχεία των ανθρώπων του δικτύου. Πριν από μερικά χρόνια, λοιπόν, η fare μοίρασε σε φορείς, Ομοσπονδίες και ομάδες έναν οδηγό με τίτλο: «Παρακολούθηση ρατσιστικών σημάτων και συμβόλων στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο».

Η Χρυσή Αυγή έχει τη δική της θέση, με συνοδεία δύο φωτογραφιών. Μία με το σήμα της και μία ακόμα από ένα πανό σε εξέδρα που ζητά «λευτεριά στη Χρυσή Αυγή», Το συνοδευτικό κείμενο, το οποίο στόχο έχει να ενημερώσει όλη την Ευρώπη για τα σημάδια της νεοναζιστικής γκρούπας στα γήπεδα, αναφέρει: «Η Χρυσή Αυγή είναι ένα ελληνικό ακροδεξιό κόμμα, στενά συνδεδεμένο με νεοναζιστικές ομάδες και συσχετισμένο με επιθέσεις σε μετανάστες και άλλες μειονότητες. Το 2013 η ηγεσία του κόμματος συνελήφθη και της απαγγέλθηκαν κατηγορίες για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Μετά τις συλλήψεις, μια σειρά από πράξεις συμπαράστασης προς τη Χρυσή Αυγή έλαβαν χώρα από ακροδεξιά γκρουπ σε αγώνες σε όλη την Ευρώπη». Πέραν του… αφιερώματος στη Χρυσή Αυγή, υπάρχουν δύο ακόμα αναφορές από ελληνική κερκίδα. Μία για την αναγνώριση του «τρισκέλιου», ενός συμβόλου συσχετισμένου με την οργάνωση Blood & Honor, το οποίο υιοθετήθηκε από την Brigade Hellas, έναν μεταγενέστερο ακροδεξιό πυρήνα των γηπέδων, θαυμαστών του Περίανδρου Ανδρουτσόπουλου, καθώς και της νεκροκεφαλής των SS, με φωτογραφία από πανό συγκεκριμένου συνδέσμου του Ολυμπιακού.

Ο Δούρειος Ίππος της Χρυσής Αυγής

Το «άνοιγμα» της Χρυσής Αυγής στα ποδοσφαιρικά γήπεδα της Ελλάδας δεν ξεκίνησε, φυσικά, μετά τη σύλληψη της ηγεσίας. Για την ακρίβεια, η πορεία του άρχισε να διαφαίνεται σχεδόν την ίδια εποχή που το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο αισθάνθηκε ότι χρειάζεται μία fare για να ανανεώσει τις δυνάμεις του ενάντια στην ξενοφοβία.  Ήταν ένα πλάνο μεθοδικά σχεδιασμένο, ήδη σε εφαρμογή από τις αρχές του αιώνα, με Δούρειο Ίππο όχι κάποια ομάδα, αλλά την Εθνική Ελλάδας. Η γαλανόλευκη μεταμφίεση, σε καιρούς που έμοιαζαν ιδανικοί για την επώαση του αυγού του φιδιού, έντυσε τη Γαλάζια Στρατιά.

Ήταν Νοέμβριος του 2001, όταν η συγκέντρωση μερικών δεκάδων μελών της οργάνωσης «Γαλάζια Στρατιά – Φίλοι Εθνικών Ομάδων» έξω από τα γραφεία της ΕΠΟ, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για την κοινή υποψηφιότητα Ελλάδας-Τουρκίας για το Euro 2008, έγινε σημαντική είδηση για μια σειρά από ΜΜΕ. Είτε γιατί -άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο- συμφωνούσαν  με την κραυγή αγωνίας των «φιλάθλων της εθνικής», είτε γιατί ήταν μια είδηση που θα έβρισκε ευήκοα ώτα. Η τηλεόραση άφησε τον φυσικό ήχο των συνθημάτων που αποκαλούσαν τον πρόεδρο της ΕΠΟ «τουρκόσπορο» να φτάσει στον τηλεθεατή. Αντίστοιχου χρυσαυγίτικου μένους ήταν και τα φέιγ βολάν που πετάχτηκαν, κατά των Τούρκων και των Αλβανών με συνθήματα τα οποία, δυστυχώς, υιοθετήθηκαν από ένα σημαντικό κομμάτι των φιλάθλων λίγα χρόνια αργότερα. Το πόσο ενθουσιασμένες ήταν κάποιες αθλητικές εφημερίδες με το γεγονός, αποδεικνύεται από το ότι η εφημερίδα της Χρυσής Αυγής προχώρησε σε αναδημοσίευση των ρεπορτάζ.

Η δημοσιογραφική έρευνα που έγινε από τον «Ιό» της Ελευθεροτυπίας δεν άφηνε πολλά περιθώρια για το ποιοι ήταν πραγματικά πίσω από την Γαλάζια Στρατιά, η οποία εμφανίστηκε πρώτη φορά οργανωμένα στο γήπεδο τον Οκτώβριο του 2000, στο ματς της Ελλάδας με τη Φιλανδία, με ναζιστικούς χαιρετισμούς και σύμβολα. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής» ο Δημήτρης Ψαρράς, η ταύτιση των δύο οργανώσεων, οι οποίες μοιράζονταν τη στέγη τους στο Παγκράτι με όνομα «Ελληνικός Λαϊκός Σύνδεσμος», ήταν απολύτως σαφής πριν η Γαλάζια Στρατιά επιδιώξει να εμφανιστεί ως ένας δήθεν εθνικόφρων Σύνδεσμος Φιλάθλων. Το πανό «Υπεράνω όλων η Ελλάς» που σήκωσαν έξω από τα γραφεία της ΕΠΟ, άλλωστε, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για αμφισβήτηση, όπως και το «απαγορευμένο» σύμβολο με τα σταυρωτά βέλη που χρησιμοποιούσαν, ευθεία αναφορά στο μεσοπολεμικό ουγγρικό κόμμα που συνεργαζόταν με τους Ναζί. Αλλά ακόμα κι εκείνοι που συνέχιζαν να θεωρούν τη Γαλάζια Στρατιά ανεξάρτητο κομμάτι φιλάθλων υποστήριξης της Εθνικής Ελλάδας, μάλλον θα έπεσαν από τα σύννεφα με τις δηλώσεις ενός εκ των πρωτεργατών της. «Κι εγώ είμαι μέλος της Χρυσής Αυγής και είναι τιμή μου. Πάρα πολλά μέλη της Γαλάζιας Στρατιάς είναι μέλη της Χρυσής Αυγής και το ανάποδο», έλεγε χαρακτηριστικά ο Ηλίας Παναγιώταρος το 2005, στην εκπομπή Transit του Γιώργου Κουβαρά. Οι επιθέσεις στα πέριξ της πλατείας Βαρνάβα στο Παγκράτι σε μετανάστες και νεαρούς με διαφορετική ενδυματολογική προσέγγιση, ήταν μόνο η αρχή.

Τα πογκρόμ που έστρωσαν τον δρόμο

Το καλοκαίρι του 2004, με την Εθνική Ελλάδας να κατακτά το Euro και τους Ολυμπιακούς Αγώνες προ των πυλών, οι καλύτερα οργανωμένοι πλέον φασίστες των γηπέδων ξεκίνησαν να χτυπούν για πρώτη φορά μαζικά, να βγαίνουν στο φως και να προχωρούν σε κανονικά πογκρόμ. Τα σκηνικά γιορτής που στήνονταν στις πλατείες μετά από τις μεγάλες νίκες της Εθνικής στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Πορτογαλίας ήταν για εκείνους η καλύτερη συγκάλυψη. Ανήμποροι να αντιδράσουν μετανάστες έπεσαν θύματα άγριου ξυλοδαρμού κι όποιος τολμούσε να αντιδράσει, είχε την ίδια τύχη. Παράλληλα, με τις επιτυχίες της Εθνικής να σκορπίζουν τον ενθουσιασμό, η Γαλάζια Στρατιά διεύρυνε τη βάση της με νεότερους φιλάθλους, παιδιά που πολύ συχνά δεν είχαν καμία ιδεολογική σχέση με τη Χρυσή Αυγή, αλλά ήταν ενθουσιασμένα από την ομάδα και αναζητούσαν έναν σύνδεσμο να εγγραφούν. Αρκετά από αυτά, χωρίς ξεκάθαρη ιδεολογία και επιρρεπή στην προπαγάνδα λόγω της εθνικής… ανάτασης, εντάχθηκαν σταδιακά στον πυρήνα. Η ανοχή των αρχών (η αστυνομία λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες ισχυρίστηκε ότι η βασική κάμερα της πλατείας Ομόνοιας δεν λειτουργούσε), που δήλωναν ανήμπορες να ελέγξουν την κατάσταση λόγω της τεράστιας συρροής κόσμου, έδωσε έξτρα ώθηση. Όπως τονίζει ο Δημήτρης Ψαρράς, ήταν το πρώτο μαζικό πογκρόμ που συνέβη στη χώρα τα τελευταία χρόνια και αποτέλεσε καμπή στη δημόσια δράση των ναζιστικών ομάδων, οι οποίες μέχρι εκείνη τη στιγμή περιορίζονταν σε μεμονωμένους στόχους και δρούσαν με τη μέθοδο hit and run.

Αρκετός κόσμος άρχισε να συνηθίζει τα επεισόδια με μετανάστες για ποδοσφαρικούς λόγους. Η ήττα της Ελλάδας από την Αλβανία τον Σεπτέμβριο του 2004, έδωσε το έναυσμα για νέο κύκλο βίας, σε όλη την Ελλάδα, ο οποίος είχε θλιβερό απολογισμό έναν νεκρό Αλβανό στη Ζάκυνθο και τραυματίες παντού. Στα ρεπορτάζ καταγράφθηκε η ενεργή συμμετοχή μελών της Χρυσής Αυγής στα επεισόδια, αν και τούτη φορά υπήρχε ξανά μια διάθεση δικαιολόγησης των θυτών, καθώς «οι άλλοι τόλμησαν να πανηγυρίσουν». Τα κανάλια έριχναν λάδι στη φωτιά. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του αείμνηστου Αλκέτα Παναγούλια, πρώην προπονητή του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, στο Alter: «Με τη συζήτηση που κάνετε σήμερα εδώ, δώσατε μεγάλο φανατισμό στη συνάντηση. Πολιτικοποιήθηκε το παιχνίδι». Το πογκρόμ εναντίον των Αλβανών ήταν καθοριστικής σημασίας για τον τρόπο που οι νεοναζιστικές ομάδες θα κινούνταν στη συνέχεια. Κατάλαβαν πως η έκθεσή τους στο φως δεν είναι αρκετή για να τους κάψει, πως οι αστυνομικές δυνάμεις έκαναν και θα συνέχιζαν να κάνουν σε αρκετές περιπτώσεις τα στραβά μάτια.

Δεν ήταν παραπλανημένοι…

Προφανώς, ακροδεξιά στοιχεία στις εξέδρες προϋπήρχαν της Γαλάζιας Στρατιάς, τόσο στην Εθνική, όσο -κυρίως- σε κερκίδες ποδοσφαιρικών συλλόγων. Όμως το τάιμινγκ και ο τρόπος δράσης των «φιλάθλων της Εθνικής» κατάφερε να βγάλει τους φασίστες από το καβούκι τους, να τους δώσει ένα είδος νομιμοποίησης στα ΜΜΕ και στην κοινή γνώμη. Τα νεοναζιστικά στοιχεία στη συνέχεια φώλιασαν και σε κερκίδες ποδοσφαιρικών συλλόγων, χτίζοντας σχέσεις και με οργανώσεις του εξωτερικού. Την τελευταία δεκαετία σε αρκετά πέταλα γηπέδων έλαβαν χώρα άγριες εσωτερικές συγκρούσεις, άλλοτε κρυφά κι άλλοτε φανερά, με τους συσχετισμούς δυνάμεων να αλλάζουν κι ένα πανό ή ένα σύνθημα να γίνεται αιτία «πολέμου». Οι ισορροπίες άλλαξαν, κόσμος έκοψε το γήπεδο. Κάποιοι κατάφεραν να ξαναπάρουν πίσω τις κερκίδες τους, άλλοι όχι.

Σε κάθε περίπτωση, αν και τείνει να ξεχνιέται από τότε που και ακόμα κι εκείνοι που προέτρεπαν τους Χρυσαυγίτες να «βρουν τρόπο να μην τους πιάνουν στο στόμα τους» τελικά σιώπησαν ή «αναγκάστηκαν» να δηλώσουν πολέμιοι του φασισμού, τα Media κι ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας επέτρεψαν στη Γαλάζια Στρατιά να ισχυροποιηθεί. Ένα φαινομενικά αθώο σύνθημα για τον μετανάστη της διπλανής πόρτας, ένα χαιρέκακο χαμόγελο για τον απροστάτευτο που τρέχει να γλιτώσει, ένα «δεν είδα, δεν άκουσα» για τον διαφορετικό που λιντσαρίστηκε στη σκοτεινή γωνιά. Γι’ αυτό, όπως είπε και ο Σάββας Κωφίδης, η μάχη με τον φασισμό δεν τελειώνει σε μια δικαστική απόφαση. Είναι καθημερινή υπόθεση…

Πηγή (μόνη παρέμβαση στον τίτλο όπου προστέθηκε η καταδίκη της ΧΑ ως εγκληματική οργάνωση).


Περισσότερα: